τμητικός

τμητικός
τμητικός
able to cut
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τμητικός — ή, ό / τμητικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τμητικό (ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμα αρχ. 1. ο κατάλληλος για τμήση 2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός… …   Dictionary of Greek

  • τμητικά — τμητικός able to cut neut nom/voc/acc pl τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc/acc dual τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτερον — τμητικός able to cut adverbial comp τμητικός able to cut masc acc comp sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικωτέρων — τμητικός able to cut fem gen comp pl τμητικός able to cut masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικῶν — τμητικός able to cut fem gen pl τμητικός able to cut masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικόν — τμητικός able to cut masc acc sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατα — τμητικός able to cut adverbial superl τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατον — τμητικός able to cut masc acc superl sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικαί — τμητικός able to cut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικοῖς — τμητικός able to cut masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”